- ταραχοποιός
- ο1) дебошир, скандалист; 2) бунтовщик, смутьян
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταραχοποιός — causing disorder masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχοποιός — ο / ταραχοποιός, όν, ΝΜΑ άτομο που προξενεί ταραχές, ταραξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταραχή + ποιός*] … Dictionary of Greek
ταραχοποιός — ο αυτός που προκαλεί ταραχές, φασαρία και θόρυβο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταραχοποιόν — ταραχοποιός causing disorder masc/fem acc sg ταραχοποιός causing disorder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχοποιοῖς — ταραχοποιός causing disorder masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχοποιούς — ταραχοποιός causing disorder masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχοποιῶν — ταραχοποιός causing disorder masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχοποιητικός — ή, όν, Α [ταραχοποιός] αυτός που προξενεί ταραχές, ταραχοποιός … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
διασαλευτής — ο αυτός που προκαλεί τη διασάλευση, ταραχοποιός … Dictionary of Greek
ζιζάνιο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. * * * το (AM ζιζάνιον, Μ και ζιζάνιν και ζιζάνι) άγριο και άχρηστο φυτό που φυτρώνει ανάμεσα σε χρήσιμα φυτά και… … Dictionary of Greek